εκτιμά

εκτιμά
  оцени

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐκτιμᾷ — ἐκτιμάω honour highly pres subj mp 2nd sg ἐκτιμάω honour highly pres ind mp 2nd sg (epic) ἐκτιμάω honour highly pres subj act 3rd sg ἐκτιμάω honour highly pres ind act 3rd sg (epic) ἐκτῑμᾷ , ἐκτιμάω honour highly pres subj mp 2nd sg ἐκτῑμᾷ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκτιμα — ἔκτῑμα , ἔκτιμος without honour neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μπότε, Βάλτερ Βίλχελμ — (Walter Wilhelm Bothe, Οράνιενμπουργκ 1891 – Χαϊδελβέργη 1957). Γερμανός φυσικός. Το 1914 έγινε υφηγητής της Φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη μελέτη και την έρευνα στα πανεπιστήμια Βερολίνου, Γκίσεν και… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • αυτεπίγνωση — η το να κατανοεί και να εκτιμά ο άνθρωπος τον εαυτό του ως προσωπικότητα καθορίζοντας τη θέση του μέσα στον σύνολο των φυσικών και κοινωνικών γεγονότων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) * + επίγνωση. Η λ., στον λόγιο τύπο, αυτεπίγνωσις μαρτυρείται στον Δημ.… …   Dictionary of Greek

  • δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… …   Dictionary of Greek

  • εθνικισμός — Η προσήλωση σε μεγάλο βαθμό στο έθνος και στα εθνικά ιδανικά, που ορισμένες φορές συνοδεύεται από ξενοφοβία και επιθυμία απομόνωσης· εθνική συνείδηση που χαρακτηρίζεται από την πεποίθηση ότι το έθνος υπερέχει από τα άλλα και οφείλει να προβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης …   Dictionary of Greek

  • ζυγιαστής — ο (θηλ. ζυγιάστρα, πληθ. ζυγιαστάδες) [ζυγιάζω] 1. ζυγιστής 2. (μτφ. το θηλ.) η ζυγιάστρα αυτή που έχει την ικανότητα να ψυχολογεί και να εκτιμά πρόσωπα και πράγματα, καθώς και αυτή που προχωρεί στους αισθηματικούς δεσμούς της υπολογίζοντας… …   Dictionary of Greek

  • θαυμαστής — ο, θηλ. θαυμάστρια (AM θαυμαστής, Α ιων. τ. θωμαστής) [θαυμάζω] αυτός που θαυμάζει, που εκτιμά και αποδέχεται κάτι ή κάποιον (α. «θαυμαστής τού Ομήρου» β. «ἐν πολλοῖς ἐρασταῖς και θαυμασταῖς τοῦ Κάτωνος», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • ιδιαίτερος — η, ο, θηλ. και ιδιαιτέρα (ΑΜ ἰδιαίτερος, έρα, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κάποιον (α. «ιδιαίτερη κατοικία» β. «ιδιαίτερη πατρίδα» ο τόπος γέννησης γ. «ἔνιαι τῶν αἰσθήσεων ἐν τῇ κεφαλῇ τοῑς ζῴοις εἰσὶ, τοῡτο δ ὁρῶντες ἰδιαίτερον ὂν τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”